- φακελώνω
- φακελῶ, -όω, ΝΜ, και εσφ. γρφ. φακελλώνω Ν [φάκελος / φάκελλος]κλείνω επιστολή ή έγγραφο σε φάκελονεοελλ.σχηματίζω φάκελο με την συγκέντρωση εγγράφων και στοιχείων που αναφέρονται σε ορισμένο θέμα ή στην βιογραφία και την πολιτική, κυρίως, δραστηριότητα ενός προσώπου.
Dictionary of Greek. 2013.